Ιστριανός

Ιστριανός
Ἰστριανός και Ἰστριηνός, -ή, -όν θηλ. και Ἰστριανίς (Α) [Ίστρος]
1. αυτός που κατοικεί κοντά στον ποταμό Ίστρο, ο Σκυθικός
2. φρ. «Ἰστριανὰ πρόσωπα» — προσωπεία κατάστικτα που μοιάζουν με τα πρόσωπα τών Σκυθών δούλων
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰστριανόν
είδος ιερού σκεύους από ύφασμα
4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Ἰστριανίδες
σκυθικές στολές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἰστριανός — Ister masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστριανά — Ἰστριανός Ister neut nom/voc/acc pl Ἰστριανά̱ , Ἰστριανός Ister fem nom/voc/acc dual Ἰστριανά̱ , Ἰστριανός Ister fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστριανῶν — Ἰστριανός Ister fem gen pl Ἰστριανός Ister masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστριανόν — Ἰστριανός Ister masc acc sg Ἰστριανός Ister neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστριανοῖς — Ἰστριανός Ister masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστριανοί — Ἰστριανός Ister masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστριανοῦ — Ἰστριανός Ister masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστριανούς — Ἰστριανός Ister masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστριανῆς — Ἰστριανός Ister fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰστριανήν — Ἰστριανός Ister fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”